Οφθαλμικό ή Χοριοειδικό Λέμφωμα
Το οφθαλμικό ή χοριοειδικό λέμφωμα είναι μια αλλοίωση στο βυθό του ματιού, η οποία ιστολογικά αποτελεί κακοήθη βλάβη του λεμφικού συστήματος. Μπορεί να εντοπίζεται μεμονωμένα στο βυθό ή να υπάρχει και σε άλλα σημεία του σώματος. Στην πρώτη περίπτωση ορίζεται ως πρωτοπαθές ενδοφθάλμιο λέμφωμα (μόνο στο μάτι), ενώ στη δεύτερη περίπτωση διακρίνουμε, συνηθέστερα, το λέμφωμα του κεντρικού νευρικού συστήματος (ΚΝΣ) με εντόπιση στον εγκέφαλο.
Τα συμπτώματα όμως απο την όραση που μπορεί να έχει μια τέτοια πάθηση δεν είναι ιδιαίτερα εντυπωσιακά και έντονα, αλλά αντίθετα ήπια και αργής εμφάνισης. Πιο συγκεκριμένα, οι ασθενείς περιγράφουν ακαθόριστης έναρξης θόλωση της όρασης με φωτοψίες κεντρικά, δηλαδή λάμψεις στην κεντρική περιοχή της όρασης. Επειδή τα συμπτώματα δεν είναι έντονα, υπάρχει περίπτωση να διαφύγουν της προσοχής και οι ασθενείς είτε να μην τα αντιληφθούν, είτε να μην τα αξιολογήσουν και να τα αγνοήσουν για κάποιο διάστημα. Αλλά ακόμη και με μια οφθαλμολογική εξέταση, το χοριοειδικό λέμφωμα μπορεί να διαφύγει της προσοχής, διότι η βυθοσκοπική εικόνα του μοιάζει σε κάποιες περιπτώσεις με αυτή άλλων λιγότερο σοβαρών παθήσεων του βυθού.
Χρειάζεται λοιπόν υψηλός βαθμός υποψίας και βέβαια γνώση εκ μέρους του ιατρού της εικόνας του βυθού που μπορεί να υποκρύπτει ένα οφθαλμικό λέμφωμα. Σήμερα, η τεχνολογική εξέλιξη μας παρέχει πολλές δυνατότητες απεικόνισης του βυθού και διάγνωσης τέτοιων σχετικά σπάνιων και δυσδιάκριτων παθήσεων. Μια απο αυτές είναι ο αυτοφθορισμός, ο οποίος στην περίπτωση που έχουμε χοριοειδικό λέμφωμα μας δίνει τη χαρακτηριστική εικόνα του «δέρματος καμηλοπάρδαλης (giraffe)».
Επίσης, η οπτική τομογραφία συνοχής (OCT) μας δίνει μή ειδικά ευρήματα, δηλαδή ατροφικές αλλοιώσεις των φωτουποδοχέων της όρασης και του λεγόμενου μελαγχρόου επιθηλίου. Το μελάγχρουν επιθήλιο είναι το υπόστρωμα-η βάση- πάνω στην οποία επικάθονται τα ευαίσθητα κύτταρα του αμφιβληστροειδή. Το λέμφωμα διηθεί το μελάγχρουν επιθήλιο και έτσι προκύπτουν οι χαρακτηριστικές αλλοιώσεις.
Επιπλέον χρήσιμες εξετάσεις είναι ο υπέρηχος και ακόμη συμπληρωματικά η αγγειογραφία με φλουρεσκεϊνη ή ινδοκυανίνη, τα οποία θα επιβεβαιώσουν τη διάγνωση και θα προσφέρουν επιπλέον στοιχεία για τον αποκλεισμό την πιθανότητας ύπαρξης άλλης κακοήθους βλάβης όπως μελανώματος.