Ερπητική ραγοειδίτιδα
Η ερπητική ραγοειδίτιδα αποτελεί εναν όρο που περιγράφει όλο το φάσμα των φλεγμονών που οι ιοί του έρπητα μπορούν να προκαλέσουν στον οφθαλμό. Οι ερπητοιοί που συνήθως προσβάλλουν τους οφθαλμούς είναι ο απλός επιχείλιος έρπητας (HSV τύπου 1), των γεννητικών οργάνων (HSV τύπου 2), ο κυτταρομεγαλοιός (CMV)και ο ιός του έρπητα ζωστήρα (VZV).
Η ερπητική ραγοειδίτιδα ταξινομείται ανάλογα με την εντόπιση της φλεγμονής. Έτσι, διακρίνουμε την ερπητική πρόσθια ραγοειδίτιδα ή ιριδοκυκλίτιδα και την ερπητική οπίσθια ραγοειδίτιδα, η οποία συνήθως προσβάλλει και το πρόσθιο μέρος του ματιού (πανραγοειδίτιδα).
Η πρόσθια ραγοειδίτιδα περαιτέρω διακρίνεται στην ερπητική κερατίτιδα. Η προσβολή του κερατοειδούς μπορεί να είναι επιφανειακή (επιθηλιακή κερατίτιδα) ή βαθύτερη στο στρώμα του κερατοειδούς (διάμεση κερατίτιδα). Είναι η συνηθέστερη μορφή ερπητικής ραγοειδίτιδας και εκδηλώνεται με πόνο, φωτοφοβία και ερυθρότητα του εξωτερικού χιτώνα του ματιού. Εφόσον προσβάλλεται και ο πρόσθιος θάλαμος του ματιού (ιριδοκυκλίτιδα/πρόσθια ραγοειδίτιδα) τότε έχουμε και αύξηση της ενδοφθάλμιας πίεσης (υπερτασική ιριδοκυκλίτιδα) και ατροφία της ίριδας του οφθαλμού. Η διάγνωση γίνεται είτε απο την τυπική εικόνα του δενδριτικού επιθηλιακού έλκους στον κερατοειδή είτε μέσω παρακέντησης του προσθίου θαλάμου και λήψης υγρού για μοριακή εξέταση PCR. Η εξέταση δείχνει την παρουσία DNA του υπεύθυνου ερπητοιού.
Η οπίσθια ερπητική ραγοειδίτιδα μπορεί να είναι δυνητικά καταστροφική για το μάτι και να οδηγήσει σε τύφλωση σε μερικές ημέρες ή λίγες εβδομάδες, εφόσον δεν διαγνωσθεί έγκαιρα. Οι ερπητοιοί μπορούν να προσβάλλουν το οπίσθιο μέρος του οφθαλμού είτε σε ανοσοεπαρκείς ασθενείς (φυσιολογικό ανοσοποιητικό σύστημα) είτε σε ανοσοκατεσταλμένους (απο μεταμόσχευση, ασθενείς με AIDS παλαιότερα συνήθως). Στους ανοσοκατεσταλμένους ο υπεύθυνος ιός είναι κυρίως ο κυτταρομεγαλοϊός (CMV). Στους υπόλοιπους συνήθως ο απλός έρπητας (HSV) και ο ιός της ανεμευλογιάς/έρπητα ζωστήρα (VZV).
Η πλέον καταστροφική μορφή ερπητικής ραγοειδίτιδας είναι η οξεία αμφιβληστροειδική νέκρωση, όπου η περιφέρεια του βυθού παρουσιάζει πολλαπλές εστίες νέκρωσης που εξαπλώνονται στο κέντρο του βυθού και προκαλούν ταχύτατη μείωση όρασης.
Η διάγνωση εδώ γίνεται πάλι μέσω παρακέντησης του προσθίου θαλάμου και λήψης υγρού για μοριακή εξέταση PCR. Όμως η θεραπεία με συστηματικά αντιερπητικά φάρμακα θα πρέπει να ξεκινήσει αμέσως ακόμα και με την κλινική υποψία, πριν βγεί το αποτέλεσμα της εξέτασης.
Οι παρακάτω εικόνες είναι απο το βυθό ασθενούς με οπίσθια ερπητική ραγοειδίτιδα, όπου η ασθενής δεν προσήλθε άμεσα ώστε να λάβει έγκαιρα τη σωστή θεραπεία και υπέστη πλήρη νέκρωση του αμφιβληστροειδή με απόφραξη των αγγείων. Η αγγειακή απόφραξη προκάλεσε ισχαιμία και αιμορραγία στο υαλοειδές με μεγάλη θόλωση. Η ασθενής υπεβλήθη σε επέμβαση για καθαρισμό του υαλοειδούς και κατόπιν πανοραμική φλουροαγγειογραφία, ώστε να δούμε την έκταση της νέκρωσης των αγγείων και της ισχαιμίας.