Ενδοϋαλοειδικό εμφύτευμα κορτιζόνης
Το ενδοϋαλοειδικό εμφύτευμα κορτιζόνης είναι μια πρόσφατη καινοτομία για τη θεραπεία ορισμένων παθήσεων της ωχράς κηλίδας. Η διαφορά απο τις ενδοϋαλοειδικές ενέσεις ή εγχύσεις είναι στην φυσική του σύσταση, όπου το εμφύτευμα είναι στερεό σαν μικροσκοπική ράβδος, ενώ οι εγχύσεις είναι υγρό διάλυμα.
Το συνηθέστερα χρησιμοποιούμενο ενδοϋαλοειδικό εμφύτευμα κορτιζόνης είναι αυτό της δεξαμεθαζόνης (Ozurdex). Οι επίσημες ενδείξεις του είναι οι ακόλουθες τρεις:
Το διαβητικό οίδημα της ωχράς κηλίδας
Το οίδημα απο απόφραξη φλέβας αμφιβληστροειδούς
Το οίδημα ωχράς κηλίδας λόγω αυτοάνοσης, ιδιοπαθούς μή λοιμώδους ραγοειδίτιδας
Το ενδοϋαλοειδικό εμφύτευμα κορτιζόνης απαιτεί ειδική τεχνική εμφύτευσης και είναι σε μορφή προγεμισμένης ειδικής συσκευής-σύριγγας. Η τεχνική εμφύτευσης απαιτεί τοπική αναισθησία με σταγόνες και η διάρκειά της είναι συνολικά ολιγόλεπτη. Το εμφύτευμα μετά την εμφύτευση στην οπίσθια κοιλότητα του οφθαλμού (υαλοειδές ή υαλώδες σώμα) διασπάται αργά εντός 3-4 μηνών και απελευθερώνεται έτσι η δραστική του ουσία, η δεξαμεθαζόνη.
Το φάρμακο και η εμφύτευσή του είναι σχετικά αρκετά ασφαλή, με μόνες πιθανές παρενέργειες την αύξηση της ενδοφθάλμιας πίεσης και την πρόκληση σε βάθος χρόνου καταρράκτη. Όσον αφορά την πίεση, συνήθως η αύξηση που προκαλεί είναι μικρή και διαχειρίσιμη, συνήθως με τοπικές αντιγλαυκωματικές σταγόνες. Συνεπώς, ασθενείς χωρίς γλαύκωμα ή υπερτονία μπορούν άφοβα να υποβληθούν σε ενδοϋαλοειδικό εμφύτεμα δεξαμεθαζόνης, ενώ μπορούν ακόμα και οι ασθενείς με γλαύκωμα, με προϋπόθεση να μην είναι πολύ προχωρημένο και να ρυθμίζεται με 1-2 κολλύρια.
Αναλύοντας περαιτέρω τις ενδείξεις της θεραπείας, θα σταθούμε ιδιαίτερα στο διαβητικό οίδημα της ωχράς, γιατί οι διαβητικοί ασθενείς είναι η μεγάλη πλειοψηφία των ενδείξεων. Η θεραπεία με αντιαγγειογενετικούς παράγοντες (ενέσεις anti-VEGF) είναι η θεραπεία πρώτης εκλογής, αλλά αυτή απαιτεί συνήθως πολλές εγχύσεις σε βάθος χρόνου για να είναι αποτελεσματική. Με το ενδοϋαλοειδικό εμφύτευμα κορτιζόνης επιτυγχάνουμε πολύ καλό αποτέλεσμα θεραπευτικά, με σαφώς λιγότερες ενέσεις.
Το ίδιο ισχύει και για την θρόμβωση φλέβας αμφιβληστροειδούς με οίδημα ωχράς κηλίδας. Σε αρκετές απο αυτές τις περιπτώσεις το οίδημα κάνει συχνές υποτροπές, με αποτέλεσμα οι ασθενείς να χρειάζονται για 2-3 χρόνια τουλάχιστον συχνές ενέσεις anti-VEGF. Με το εμφύτευμα κορτιζόνης οι θεραπείες είναι σαφώς λιγότερες. Αυτό είναι πολύ σημαντικό, διότι περα απο την άνεση των ασθενών, να αποφεύγουν πολλές επισκέψεις και θεραπείες, επιπλέον ελαττώνοντας τις πολλές υποτροπές ίσως βοηθά την ωχρά κηλίδα σε καλύτερη ανατομική αποκατάσταση και ενδεχομένως να προστατεύει απο μόνιμες βλάβες.
Τέλος, η τελευταία ένδειξη του οιδήματος ωχράς κηλίδας απο φλεγμονή, ή αλλιώς οπίσθια μη λοιμώδη ραγοειδίτιδα (δεν οφείλεται δηλαδή σε κάποιο μικρόβιο ή ιο αλλά σε αυτοάνοσο νόσημα), εδώ το ενδοϋαλοειδικό εμφύτευμα κορτιζόνης εφαρμόζεται κυρίως ως επικουρική θεραπεία αφού οι πάσχοντες ασθενείς λαμβάνουν και ανοσοκατασταλτικά φάρμακα απο το στόμα ή υποδόρια ενέσιμα. Στις περιπτώσεις αυτές η κορτιζόνη (στεροειδή) αποτελεί και τη μόνη θεραπευτική επιλογή, ως τοπική θεραπεία για το οίδημα ωχράς κηλίδας.
Σε κάθε μια απο τις παραπάνω περιπτώσεις η επίσκεψη στον ειδικό ιατρό του αμφιβληστροειδούς και της ωχράς κηλίδας θα διαλευκάνει τις επιμέρους ιδιαιτερότητες, ώστε κάθε ασθενής να λάβει τη δέουσα θεραπευτική αγωγή.