Περιγραφή
Οι ενδουαλοειδικές εγχύσεις-ενέσεις αποτελούν μια επεμβατική πράξη, κατά την οποία γίνεται έγχυση κάποιου υγρού μέσα στην οπίσθια κοιλότητα του ματιού για συγκεκριμένους θεραπευτικούς λόγους.
Πότε γίνεται η επέμβαση;
Η βασική ένδειξη για τις ενδουαλοειδικές εγχύσεις-ενέσεις είναι πλέον εδώ και μερικά χρόνια διάφορες παθήσεις της ωχράς κηλίδας. Η συχνότερη απο αυτές είναι η έγχυση αναστολέων του ενδοθηλιακού αυξητικού παράγοντα των αγγείων (αντιαγγειογενετικών/anti-VEGF) στην εξιδρωματικού ή υγρού τύπου ηλικιακή εκφύλιση της ωχράς. Επίσης, τελευταία οι ενδοϋαλοειδικές εγχύσεις-ενέσεις αυτού του παράγοντα έχουν πλέον ένδειξη και για τις αγγειακές παθήσεις του αμφιβληστροειδούς, όπως το διαβητικό οίδημα της ωχράς και το οίδημα ωχράς μετά απο απόφραξη φλέβας αμφιβληστροειδούς. Υπάρχουν 3 διαφορετικά σκευάσματα που χρησιμοποιούνται στις παραπάνω περιπτώσεις. Τα 2 απο αυτά, γνωστά με τις εμπορικές τους ονομασίες EYLEA και Lucentis, είναι τα επίσημα εγκεκριμένα απο τον αμερικάνικο οργανισμό τροφίμων και φαρμάκων (FDA) και κατ’επέκταση διεθνώς. Το τρίτο σκεύασμα (Avastin), αν και δεν είναι επίσημα εγκεκριμένο, εν τούτοις χρησιμοποιείται ευρέως διεθνώς στις ίδιες παθήσεις με παρόμοια σχεδόν αποτελέσματα, σύμφωνα με τις διεθνείς μελέτες, χωρίς να υστερεί σαφώς έναντι των άλλων δύο επίσημων φαρμάκων και σε ασφάλεια. Επειδή όμως είναι ενα φάρμακο χωρίς επίσημη έγκριση, η χρήση του γίνεται πάντα σε συννενόηση και με σύμφωνη γνώμη του ασθενούς.
Στο οίδημα της ωχράς σε αγγειακές παθήσεις πρόσφατα έχει εγκριθεί ενα ενδοϋαλοειδικό εμφύτευμα κορτιζόνης-δεξαμεθαζόνης βραδείας αποδέσμευσης (Ozurdex), το οποίο τοποθετείται με εμφύτευση στην υαλοειδική κοιλότητα και αποδεσμεύεται αργά σε διάστημα μέχρι και 6 μηνών. Η επιλογή αυτή προστίθεται στην ήδη απο παλιά υπάρχουσα έγχυση υγρής κορτιζόνης-τριαμσινολόνης (Kenacort) με τις ίδιες ενδείξεις.
Επιπλέον, υπάρχουν και άλλες περιπτώσεις εγχύσεων φαρμάκων, όπως για παράδειγμα σε οπίσθιες ραγοειδίτιδες η έγχυση ανοσοκατασταλτικών φαρμάκων (μεθοτρεξάτης) ή η έγχυση αναστολέων υποδοχέων ιντερλευκίνης (ριτουξιμάμπης-Rituximab) σε ενδοφθάλμιο λέμφωμα. Σε αυτές βέβαια τις περιπτώσεις, δεν υπάρχει επίσημη έγκριση, αλλά μικρές σειρές και μελέτες μεμονωμένων περιστατικών που υποστηρίζουν τη χρήση τους. Τέλος, ενδοϋαλοειδική έγχυση ισχυρών αντιβιοτικών φαρμάκων ευρέως φάσματος γίνεται σε περιπτώσεις ενδοφθαλμίτιδας, η οποία είναι μια μικροβιακή λοίμωξη του εσωτερικού του οφθαλμού και απαιτεί άμεση και επιθετική αντιμετώπιση.
Οδηγίες πριν την επέμβαση
Δεν χρειάζεται συγκεκριμένη προετοιμασία. Ενδεχομένως, σε εγχύσεις κορτιζόνης ή άλλων φαρμάκων που απαιτούν την χορήγηση σχετικά υψηλού όγκου φαρμάκου, συστήνεται η λήψη χαπιών ακεταζολαμίδης πριν την έγχυση, για αποφυγή αύξησης της ενδοφθάλμιας πίεσης. Κατά κανόνα, αυτό δεν συστήνεται στις ενέσεις αντιαγγειογενετικών παραγόντων (anti-VEGF).
Πώς γίνεται η επέμβαση
Η επέμβαση γίνεται σε συνθήκες σχετικής αποστείρωσης, δηλαδή χρησιμοποιείται αποστειρωμένο πεδίο απομόνωσης του ματιού, αποστειρωμένα γάντια και εργαλεία. Δεν απαιτείται όμως, σύμφωνα με τις διεθνείς κατευθυντήριες γραμμές, η χρήση χειρουργικού χώρου, αλλά μπορεί να πραγματοποιηθεί κάλλιστα σε δωμάτιο αποκλειστικής χρήσης. Το μάτι αναισθητοποιείται με σταγόνες, ώστε η έγχυση δεν συνοδεύεται απο πόνο.
Οδηγίες μετά την επέμβαση
Μετά απο την έγχυση θα πρέπει στο μάτι να μην πέσει νερό βρύσης ή θαλασσινό για 2-3 ημέρες. Δεν απαιτούνται αντιβιοτικές σταγόνες, αφού διεθνείς μελέτες έχουν δείξει οτι αυτές δεν προστατεύουν απο την πιθανότητα λοίμωξης, αντίθετα μάλιστα μπορεί και να την αυξάνουν. Συστήνεται η ενημέρωση εκ μέρους των ασθενών στον θεράποντα ιατρό για το ενδεχόμενο τυχόν έντονου πόνου ή θόλωσης της όρασης τις αμέσως επόμενες ημέρες μετά την έγχυση. Κατα τα άλλα δεν συστήνεται απαραίτητα άμεση επανεξέταση μετά την έγχυση για τους ασθενείς με ωχροπάθεια, αλλά παρακολούθηση σύμφωνα με το τακτικό πρόγραμμα επαναξέτασης που ακολουθούν ούτως ή άλλως οι ασθενείς με ωχροπάθεια (ανα 1-2 μήνες τουλάχιστον στην αρχή και εν συνεχεία κάπως αραιότερα). Εάν η έγχυση αφορά κορτιζόνη, θα πρέπει μετά απο μερικές ημέρες να μετρηθεί η ενδοφθάλμια πίεση, ώστε να ρυθμιστεί σε περίπτωση αύξησής της.
Επιπλοκές
Κατά κανόνα οι ενδοθαλοειδικες εγχυσεις-ενεσεις είναι αρκετά ασφαλείς. Πιθανές επιπλοκές είναι οι ακόλουθες:
- Η αποκόλληση του αμφιβληστροειδούς ιδίως σε ασθενείς με υψηλή μυωπία.
- Η ενδοφθαλμίτιδα, λοίμωξη του εσωτερικού του ματιού.
- Ο τραυματισμός του κρυσταλλοειδούς φακού με τη βελόνα και η δημιουργία τραυματικού καταρράκτη.
- Η μακροπρόθεσμη αύξηση της ενδοφθάλμιας πίεσης που θα μπορούσε να οδηγήσει σε γλαύκωμα.